Σάββατο 23 Απριλίου 2016

Τα Πάθη

Η Ανάσταση του Λαζάρου
Το τελευταίο Σάββατο πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα γιορτάζουμε την Ανάσταση του Λαζάρου. Λίγες μέρες πριν τα πάθη του Κυρίου ασθένησε ο Λάζαρος και οι αδελφές του ενημέρωσαν τον Ιησού που τότε ήταν στη Γαλιλαία να τον επισκεφθεί. Ο Κύριος όμως επίτηδες καθυστέρησε μέχρι που πέθανε ο Λάζαρος, οπότε είπε στους μαθητές του πάμε τώρα να τον ξυπνήσω. Όταν έφθασε στη Βηθανία παρηγόρησε τις αδελφές του Λαζάρου και ζήτησε να δει τον τάφο του.
Όταν έφθασε στο μνημείο δάκρυσε και διέταξε να βγάλουν την ταφόπλακα. Τότε ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό, ευχαρίστησε τον Θεό και Πατέρα και με μεγάλη φωνή είπε: Λάζαρε, βγες έξω. Αμέσως βγήκε έξω τυλιγμένος με τα σάβανα ο τετραήμερος νεκρός μπροστά στο πλήθος που παρακολουθούσε και ο Ιησούς ζήτησε να του λύσουν τα σάβανα και να πάει σπίτι του.
Το συγκεκριμένο θαύμα, είναι μια από τις τρεις αναστάσεις νεκρών που έκανε ο Ιησούς κατά την διάρκεια της ζωής του. Η ανάσταση του Λαζάρου φανερώνει ότι από την πίστη στον Χριστό εξαρτάται η ανάσταση και η αιώνια ζωή που καλούμαστε να ζήσουμε ως χριστιανοί.
Η έγερση του Λαζάρου προαναγγέλλει την Ανάσταση του Κυρίου και την ανάσταση όλων των ανθρώπων κατά τη Δευτέρα Παρουσία.
Απόσπασμα από την ομιλία του Ιωάννη Χρυσόστομου
Αν και ο Ιησούς μίλησε πολλές φορές στους μαθητές για τα πάθη του, τους έβλεπε μουδιασμένους, να φοβούνται και να θεωρούν ότι τα προλεγόμενα Πάθη του και ο Σταυρός του μαρτυρίου είναι απόδειξη αδυναμίας περισσότερο, παρά η λύτρωση των ανθρώπων από τις αμαρτίες. Γι’ αυτό καθώς πλησίαζαν πια τα πάθη του και επρόκειτο να στηθεί ο σταυρός του, ανέστησε τον Λάζαρο, για να διδάξει στους μαθητές του με έργα, ότι ο σταυρός και ο θάνατος δεν είναι δείγμα αδυναμίας, αλλά για να πείσει τους παρόντες ότι διατάζει τον θάνατο και ξαναφέρνει τη ψυχή που ελευθερώθηκε από τα δεσμά του σώματος.
Και για ποιο σκοπό πεθαίνει με τη θέλησή του; Προεικονίζοντας ίσως με τον Λάζαρο την ανάστασή του ύστερα από τρεις ημέρες και παρηγορώντας τους δειλούς με τη σύντομη παραμονή του μέσα στη Γη και διαλύοντας αναγκαστικά στις παραμονές της σταύρωσής του το φόβο των μαθητών.
Και πρόσεχε, το παράδοξο. Δεν είπε: Λάζαρε, ξαναζήσε, αλλά τι είπε: <<Λάζαρε, έβγα έξω>>, για να διδάξει στους παρόντες ότι αυτός είναι εκείνος που καλεί αυτά που δεν υπάρχουν σαν να υπάρχουν, για να δείξει στους παρόντες ότι αυτός είναι ο Θεός των ζωντανών και όχι των νεκρών, για να δείξει την κατάλληλη στιγμή ότι τίποτε δεν μπορεί να εμποδίσει την προσταγή του Θεού. Γιατί όμως στην περίπτωση αυτή φώναξε δυνατά ο Σωτήρας; γιατί λέγει ο Ευαγγελιστής, <<αφού είπε αυτά, φώναξε με δυνατή φωνή: Λάζαρε, έβγα έξω>>. Για να προεικονίσει ίσως με τη φωνή τη μελλοντική ανάσταση των νεκρών: <<θα σαλπίσει>>, λέγει ο Παύλος, <<και οι νεκροί θα αναστηθούν>>.
Η Κυριακή των Βαΐων
Την Κυριακή των Βαΐων γιορτάζουμε τη θριαμβευτική είσοδο του Ιησού μετά Βαΐων στην Ιερουσαλήμ. Η εορτή ονομάζεται Βαϊοφόρος και συμπεριλαμβάνεται στις δεσποτικές εορτές, στο Δωδεκάορτο. Έχει άμεση σχέση με το θαύμα του Λαζάρου, γιατί η είσοδος του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ έγινε ακριβώς μετά απ’ αυτό και είχε δε θριαμβευτικό τόνο λόγω του ότι οι Ιουδαίοι εντυπωσιάστηκαν από το θαύμα.
Ενώ ο λαός πανηγυρίζει για τον ερχομό του Κυρίου, ο Ιησούς εισέρχεται στην πόλη με βαθύτατη ταπείνωση. Αυτή ήταν και η διαφορά της εισόδου  του με εκείνες των Βασιλιάδων του κόσμου αυτού.
Απόσπασμα από την ομιλία του Γρηγορίου Παλαμά
Αν λοιπόν κανείς θέλει ν’ αγαπά τη ζωή, να δει αγαθές ημέρες, ας φυλάγει τη γλώσσα του από κακό και τα χείλη του ας μην προφέρουν δόλο, ας εκλίνει από το κακό και ας πράττει το αγαθό. Κακό λοιπόν είναι οι γαστρομαργία, η μέθη, η ασωτία, η φιλαργυρία, η πλεονεξία, η αδικία, η θρασύτητα, η κενοδοξία και η υπερηφάνεια. Ας αποφύγει λοιπόν ο καθένας τέτοια κακά και ας επιτελεί τα αγαθά. Ποια είναι αυτά; Η εγκράτεια, η νηστεία, η σωφροσύνη, η δικαιοσύνη, η ελεημοσύνη, η μακροθυμία, η αγάπη, η ταπείνωση.
Ιδού ο Νυμφίος
Τη Μεγάλη Δευτέρα η υμνολογία της εκκλησίας μας προβάλλει δυο διδακτικά γεγονότα.
Το πρώτο είναι το παράδειγμα του Ιωσήφ του Παγκάλου (δισέγγονος του Αβραάμ), που δεν υπέκυψε στις φιλήδονες παρενοχλήσεις μιας Αιγύπτιας και στη συνέχεια με οδηγό την πίστη, διαχειρίστηκε με σύνεση την κρίση σιτοδείας που αντιμετώπισε η Αίγυπτος. Ο Ιωσήφ ήταν ο μικρότερος υιός του Ιακώβ ο οποίος όμως φθονήθηκε από τα αδέλφια του λόγο της ενάρετης ζωής του και αρχικά τον έριξαν σ' ένα λάκκο και προσπάθησαν να εξαπατήσουν το πατέρα τους χρησιμοποιώντας ένα ματωμένο ρούχο ότι δήθεν τον κατασπάραξε κάποιο θηρίο. Αφού δεν μπόρεσαν να εξαπατήσουν τον πατέρα τους, τον πούλησαν σε εμπόρους, οι οποίοι με την σειρά τους τον πούλησαν στον αρχιμάγειρα του βασιλιά της Αιγύπτου, τον Φαραώ Πετεφρή. Εκεί ο Ιωσήφ αφού δεν ενέδωσε στις ερωτικές επιθυμίες της συζύγου του Πετεφρή, συκοφαντήθηκε από την ίδια και ο Φαραώ τον φυλάκισε. Κάποτε όμως ο Φαραώ είδε ένα παράξενο όνειρο και ζήτησε έναν ερμηνευτή. Ο Ιωσήφ ερμήνευσε ότι θα έλθουν στη χώρα επτά χρόνια ευφορίας και επτά ακαρπίας και λιμού. Ο Φαραώ ευχαριστημένος και ενθουσιασμένος από τη σοφία του, έδωσε στον Ιωσήφ αξιώματα. Στα πρόθυρα του λιμού τα αδέρφια του που τον είχαν φθονήσει φανερώθηκαν μπροστά του ζητώντας βοήθεια. Εκείνος όχι μόνο δεν τους κρατούσε κακία, αλλά αντιθέτως τα συγχώρεσε και τα προσκάλεσε μόνιμα στην Αίγυπτο μαζί με τους γονείς του.
Το δεύτερο γεγονός που προβάλλεται είναι η ξήρανση της άκαρπης συκιάς. Όπως όλες οι πράξεις του Ιησού, έτσι και η ξήρανση της συκιάς είχε το δικό της συμβολισμό.
Η συκιά συμβολίζει τη συναγωγή ων Εβραίων που, αν και τηρούσε τις τυπικές υποχρεώσεις απέναντι στον νόμο, δεν είχε πνευματικές αρετές, γι’ αυτό καταδικάστηκε από τον Κύριο.
Απόσπασμα από την ομιλία ΞΖ του Ιωάννη Χρυσόστομου
Με την ξήρανση της συκιάς, ο Ιησούς για πρώτη φορά δείχνει την τιμωρό δύναμή του. Θέλοντας να δείξει στους μαθητές και στους Ιουδαίους, ότι μπορεί να ξηράνει και εκείνους που θα τον σταυρώσουν, αλλά με την θέλησή του τους συγχωρεί και δεν τους ξηραίνει. Επειδή δεν ήθελε να δείξει τη δύναμη της τιμωρία του στους ανθρώπους, την έδειξε στο φυτό.
Στους μαθητές του είπε πως θα κάνουν μεγαλύτερα θαύματα αν στηρίζουν την πίστη και το θάρρος τους στην προσευχή.
Ο Νυμφώνας
Την Μεγάλη Τρίτη η εκκλησία προβάλλει δυο διδακτικά θέματα.
Το πρώτο είναι η παραβολή των 10 παρθένων που διακρίνονται μεταξύ τους σε φρόνιμες και μωρές, με κριτήριο την προετοιμασία που δείχνουν σχετικά με την έλευση ου Νυμφίου. Σε ετοιμότητα πρέπει να βρίσκονται και οι πιστοί σε κάθε στιγμή της ζωής τους, για να είναι πανέτοιμοι όταν θα βρεθούν μπροστά στην κρίση του Κυρίου, είτε τη στιγμή του θανάτου, είτε τη στιγμή της Δευτέρας Παρουσίας. Γι’ αυτό και στους ύμνους της ημέρας παρακαλούμε τον Νυμφίο της ψυχής να μας τοποθετήσει με τις φρόνιμες παρθένες.
Το δεύτερο διδακτικό θέμα είναι η παραβολή των ταλάντων. Η παραβολή αυτή περιγράφει τρεις τύπους ανθρώπων με διαφορετικές ικανότητες. Οι ικανότητες μπορούν ν’ αναπτυχθούν απ’ όλους τους πιστούς, άλλοι όμως τις καλλιεργούν και άλλοι όχι. Όσοι αναπτύσσουν τις αρετές τους αμείβονται, ενώ  όσοι δεν τις καλλιεργούν έρχονται αντιμέτωποι με την τιμωρία.
Η Εν Πολλές Αμαρτίες
Η  Μεγάλη Τετάρτη είναι αφιερωμένη στη μύρωση των ποδιών του Ιησού από την πόρνη. Η Μαγδαληνή με την ειλικρινής μετάνοια κέρδισε τη συγχώρηση του Ιησού. Η θεματολογία της ημέρας αναφέρει από τη μια την προδοσία του Ιούδα και από την άλλη την αμαρτωλή γυναίκα. Ο πρώτος ξεκίνησε την πορεία του με άριστες προϋποθέσεις ως μαθητής του Χριστού, όμως οι επιλογές του τον οδήγησαν σ’ ένα τραγικό τέλος.
Η αμαρτωλή γυναίκα όμως από το κατρακύλισμα της αμαρτίας, βρήκε το δρόμο της μετάνοιας που την οδήγησε κοντά στον Χριστό.
Τη Μεγάλη Τετάρτη το πρωί, όπως και τις δυο προηγούμενες ημέρες τελείται η θεία λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων.
Απόσπασμα από την ομιλία ll του Ιωάννου Χρυσοστόμου
Όταν ο Ιησούς ευρίσκετο εις την Βηθανίαν, εις την οικίαν του Σίμωνος του λεπρού, ήλθε προς Αυτόν μια γυναίκα, η οποία κρατούσε ένα αλαβάστρινον δοχείον με πανάκριβο μύρο και το έχυσε εις το κεφάλι του, ενώ αυτός ήτο καθισμένος εις το τραπέζι.
Η λέπρα θεωρείτο ότι είναι πολύ ακάθαρτη και σιχαμερή ασθένεια, βλέποντας η γυναίκα τον Ιησού να καθαρίζει τον Σίμωνα από τη λέπρα, πήρε θάρρος και τον πλησίασε με την πεποίθηση ότι θα καθαρίσει εύκολα και την ακαθαρσία της ψυχής της.
Ενώ όλοι οι άλλοι προσέρχονται μόνο για σωματική θεραπεία, αυτή προσέρχεται για την τιμή και τη διόρθωση της ψυχής της. Δεν προσέρχεται στο Χριστό ως προς απλό άνθρωπο, διότι δεν θα τον σκούπιζε με τα μαλλιά της, αλλά ως προς ανώτερο από άνθρωπο. Δι’ αυτό το μέλος που είναι πιο πολύτιμο όλου του σώματος, το κεφάλι της, το ακούμπησε στα πόδια του Χριστού.
‘’Όταν το είδαν αυτό οι μαθητές ''αγανάκτησαν’’ αναφέρει ο Ευαγγελιστής, και είπαν: ‘’γιατί να γίνει η σπατάλη αυτή’’; Διότι θα μπορούσε το μύρο αυτό να πουληθεί αντί μεγάλου ποσού και να δοθεί στους φτωχούς. Όταν το κατάλαβε ο Ιησούς τους είπε: γιατί ενοχλείτε την γυναίκα; έκανε μια καλή πράξιν για μένα. Τους φτωχούς θα τους έχετε πάντοτε μαζί σας, ενώ εμένα δεν θα με έχετε. Όταν αυτή έχυσε το μύρο στο σώμα μου, το έκανε για τον ενταφιασμό μου. Σας διαβεβαιώνω ότι όπου κι αν κηρυχθεί το Ευαγγέλιο εις όλο τον κόσμο, θα διαλαληθεί και αυτό που έκανε αυτή εις μνήμη της.
Γιατί οι μαθητές έκαναν αυτή τη σκέψη; Άκουγαν τον δάσκαλο που έλεγε; ‘’έλεον θέλω και ον θυσίαν’’ και κατηγορούσε τους Ιουδαίους ότι άφηναν τα σοβαρότερα, τη δικαιοσύνη, την ελεημοσύνη και την πίστη, ο οποίος είχε μιλήσει δια μακρών περί ελεημοσύνης επάνω στο όρος και από αυτό σκέφθηκαν και συμπέραιναν ότι εφ’ όσον δεν επιδοκιμάζει τα ολοκαυτώματα, ούτε την παλιά λατρεία, πολύ περισσότερο δεν δέχεται την επάλειψη του μύρου.
Και αυτοί μεν έτσι νόμιζαν. Εκείνος όμως, βλέποντας τις σκέψεις της, την επιτρέπει. Γιατί ήταν μεγάλη η ευλάβειά της και απερίγραπτη η προθυμία της: δι’ αυτό με πολλή συγκατάβαση επέτρεψε να χυθεί το μύρο στο κεφάλι Του. Διότι, εφ’ όσον δεν απαξίωσε να γίνει άνθρωπος και να κυοφορηθεί και να τραφεί με γάλα, γιατί απορείς εάν δεν αποκρούει και αυτό; Διότι όπως ο Πατήρ του ανεχόταν και την κνίσα και τον καπνό, έτσι κι Αυτός ανέχεται την πόρνη. Άλλωστε και ο Ιακώβ άλειψε με έλαιον μιαν στήλην αφιερωμένην εις το Θεόν και εις τας θυσίας προσφέρετο έλαιον και οι ιερείς εχρίοντο με μύρον.
Ο Μυστικός Δείπνος
Τη Μεγάλη Πέμπτη μέσα από την υμνολογία της εκκλησίας ζωντανεύουν όλα εκείνα που ο Χριστός έζησε την τελευταία νύχτα με τους μαθητές του.
Το υπόμνημα του Όρθρου της Μ. Πέμπτης που διαβάζεται στην ακολουθία του Νιπτήρος το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης αναφέρει ότι εορτάζουμε 4 γεγονότα: τον Ιερό Νιπτήρα, τον Μυστικό Δείπνο, την Υπερφυή Προσευχή και την Προδοσία.
Πριν τον Δείπνο ο Χριστός έπλυνε συμβολικά τα πόδια των μαθητών του. Δεν είναι μια πράξη τελετουργική, αλλά συμβολική έκφραση ταπεινοφροσύνης. Στη διάρκεια του δείπνου παρέδωσε στους μαθητές του και σ’ όλη την εκκλησία την Θεία Ευχαριστία. Η Θεία Ευχαριστία αποτελεί κορυφαίο γεγονός για τη ζωή της εκκλησίας. Με τη μετάληψη των Θείων Μυστηρίων οι πιστοί κοινωνούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.
Ο ιδρώτας που πέφτει ακατάπαυστα από το πρόσωπό του σαν σταγόνες αίματος, κατά τη διάρκεια της προσευχής στο όρος των Ελαιών, φανερώνει τον εσωτερικό αγώνα και την ανθρώπινη αγωνία του, πριν το Πάθος. Η προσευχή του δείχνει την αγάπη του προς τον κόσμο, ενώ συγχρόνως φανερώνει τη σχέση αγάπης και υπακοής στον Πατέρα.
Η δειλία του Ιησού μπροστά στην επικείμενη θυσία αποδεικνύει την ανθρώπινη φύση του, ενώ ο λόγος του <<ας μη γίνει το δικό μου θέλημα, αλλά το δικό σου>> δηλώνει την υποταγή της ανθρώπινης στη θεία φύση του και ομολογεί με την προσευχή την ομολογία της θεότητά του.
Η προδοσία του Ιούδα αποδεικνύει την αχαριστία προς  σ’ εκείνον που τον δέχτηκε και τον αγάπησε. Ο Χριστός ως αληθινός Θεός, γνώριζε εκ των προτέρων την προδοσία του μαθητού του. Σε καμία περίπτωση όμως δεν ώθησε τον Ιούδα στην προδοσία. Αυτή υπήρξε προϊόν ελεύθερης σκέψης.
Και πώς έγινε τέτοιος αφού εκλήθει από τον Χριστό; έγινε, διότι δεν είναι αναγκαστική η κλήση του Θεού, ούτε εκβιάζει τη γνώμη εκείνων που δεν θέλουν να προτιμήσουν την αρετή, αλλά προτρέπει μεν και συμβουλεύει και κάνει τα πάντα και μετέρχεται κάθε τρόπο, ώστε να μας πείσει να γίνουμε αγαθοί, εάν δε μερικοί δεν συναινούν, δεν τους αναγκάζει.
Οι ύμνοι της ημέρας σκιαγραφούν την τραγική μορφή του Ιούδα και οι πιστοί καλούνται να μην μοιάσουν τη φιλαργυρία του και την αχαριστία του.
Στον Όρθρο της Μεγάλης Πέμπτης λιτανεύεται η εικόνα του Μυστικού Δείπνου. Η εκκλησία την υποδέχεται με αισθήματα ευλάβειας και ευγνωμοσύνης.
Εις την προδοσία του Ιούδα
Ομιλία Γ, Ιωάννη Χρυσοστόμου
Πώς άφησε τους ουρανούς και κατέβηκε στη γη; Πώς εκείνος που γεμίζει ολόκληρη την Κτίση, ήρθε προς εμένα και έγινε για χάρη μου άνθρωπος; σαν και μένα; Πώς πήρε για μαθητή του εκείνον που γνώριζε ότι θα τον προδώσει; Πώς δεν τον ενδιέφερε η προδοσία, αλλά φρόντιζε για τη Σωτηρία εκείνου που θα τον πρόδιδε; Διότι, όταν βράδιασε καθόταν ο Ιησούς μαζί με τους 12 μαθητές του και ενώ έτρωγαν αυτοί, είπε: ‘’Αλήθεια σας λέγω, ένας από εσάς θα με προδώσει’’. Προείπε την προδοσία για να εμποδίσει την παρανομία. Την προείπε χωρίς ν’ αναφέρει το πρόσωπο του προδότη, αλλά δεν μπόρεσε αυτό ν’ αποτρέψει την παρανομία του μαθητή που δεν ήταν γνωστή σ’ εκείνους που κάθονταν στο ίδιο τραπέζι με τον κακό έμπορο, δείχνοντας όλη την φροντίδα σ’ εκείνον που του επιβουλεύεται.
Όλοι οι μαθητές ταράχτηκαν από τα λόγια αυτά και δέχονταν τους φοβερούς ελέγχους της συνειδήσεώς τους, μετατρέποντας την ώρα του δείπνου σε ώρα λύπης, λέγοντας ο καθένας, ‘’μήπως είμαι εγώ κύριε’’, θέλοντας με τα λόγια της ερωτήσεως να βρουν την ησυχία από την κακή υπόνοια. Όμως ο Σωτήρας καθησύχασε τις ψυχές εκείνων που ήταν άδικα ταραγμένοι, λέγοντας: ‘’εκείνος που θα βουτήξει μαζί μου, το χέρι στο πιάτο, αυτός θα με προδώσει’’. Μ’ αυτά τα λόγια στην ουσία βοηθάει εκείνων που δεν θέλει να βοηθήσει τον εαυτό του, λυπάται εκείνων που δεν λυπήθηκε την ψυχή του. Δίνοντας σ’ εκείνων την ευκαιρία για μετάνοια και καθησυχάζοντας την αγωνία των υπολοίπων. Αλλά όμως καθόλου καλύτερος δεν έγινε με όλα αυτά ο προδότης. Έπρεπε δηλαδή αυτός μετά τα φοβερά εκείνα λόγια να φύγει αμέσως από τον δείπνο, έπρεπε να ζητήσει τη μεσολάβηση των μαθητών, έπρεπε να γονατίσει και ν’ αγκαλιάσει  τα γόνατα του Σωτήρα και να τον παρακαλέσει με αυτά περίπου τα λόγια: αμάρτησα, φιλάνθρωπε, παρανόμησα πουλώντας για λίγο τίμημα τον ατίμητο μαργαρίτη, παρανόμησα παραδίνοντας για λίγα χρήματα τον αδαπάνητο πλούτο. Συγχώρησε εμένα που ο λογισμός μου κυριεύτηκε από τον χρυσό, συγχώρησέ μου που εξαπατήθηκα πολύ ελεεινά από τους Φαρισαίους. Κανένα από τα λόγια αυτά δεν συγκίνησαν τον προδότη, αλλά αντίθετα με σκληρή φωνή φανερώνει την θρασύτητα της ψυχής του λέγοντας: ‘’μήπως είμαι εγώ κύριε; Στην ψυχή του φύλαγε τη δολιότητα και με τη γλώσσα πρόφερε εκείνα τα λόγια που έδειχναν άγνοια, με τη σκέψη διέπραξε την προδοσία και με το στόμα έκρυβε την αμαρτία.
Ο Κύριος πρόσφερε στον προδότη όλα τα φάρμακα της σωτηρίας, όμως αυτός δεν θέλησε να δεχθεί, γιατί αγάπησε περισσότερο το χρυσό παρά το Χριστό.
Και αφού ο Ιούδας πλησίασε, είπε στο Χριστό: ‘’χαίρε, δάσκελε, και φίλησε αυτόν’’. Παράξενος αυτός ο τρόπος της προδοσίας, που συνοδεύεται από φίλημα και προσφώνηση. Ο Ιησούς τότε είπε σ’ αυτόν: ‘’φίλε, γιατί ήρθες, γιατί μου λες να χαίρομαι τη στιγμή που προτίμησες να με λυπήσεις; Γιατί με τα λόγια ενδιαφέρεσαι για μένα, ενώ με πληγώνεις με τις πράξεις σου; Με ονομάζεις δάσκαλο, ενώ δεν είσαι μαθητής; Γιατί αχρηστεύεις τους κανόνες της αγάπης; Και γιατί κάνεις σύμβολο προδοσίας το σύμβολο της ειρήνης; Ποιον μιμήθηκες και έκανες αυτό; Έτσι είδες προηγουμένως την πόρνη να φιλά τα πόδια μου; Έτσι είδες τους δαίμονες να υποτάσσονται; Γνωρίζω ποιος σου υπέδειξε την οδό του δολερού φιλήματος. Ο διάβολος σε συμβούλεψε τον τρόπο αυτού του εναγκαλισμού και συ πείσθηκες από τα λόγια του κακού συμβούλου και πραγματοποιείς το θέλημά του.
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου
Το Συναξάρι της Μεγάλης Παρασκευής περιγράφει το μέγεθος της φιλανθρωπίας του θεανθρώπου που σηκώνει τον Σταυρό του και πορεύεται προς τον Γολγοθά, τον θάνατο και τη Σωτηρία των ανθρώπων.
<<Τετέλεσται>>, είναι η τελευταία λέξη του Ιησού πάνω στον σταυρό την ώρα που παραδίδει το πνεύμα του. Την ενάτη ώρα που ο Χριστός τελείωνε το έργο του, οι ψυχές των ανθρώπων απελευθερώθηκαν από τα δεσμά του διαβόλου.
Απόσπασμα από Ομιλία Β (Τρεις Ιεράρχες)
Σήμερον αγαπητοί, έχουμε γιορτή και πανήγυρη, γιατί ο Κύριός μας βρίσκεται πάνω στο σταυρό καρφωμένος. Και μη παραξενευθείτε, αν εορτάζουμε εμείς το λυπηρό αυτό γεγονός. Γιατί όλα τα πνευματικά είναι τέτοια, δηλαδή είναι αντίθετα με τις συνέπειες των ανθρώπων. Και για να μάθεις αυτό καλά ο σταυρός προηγουμένως ήταν μια λέξη που σήμαινε καταδίκη και τιμωρία, τώρα όμως έγινε πολύτιμο και ποθητό πράγμα. Ο σταυρός είναι δόξα και τιμή, άκουσε το Χριστό που λέγει: <<Πατέρα δόξασέ με με τη δόξα που είχα κοντά σου πριν δημιουργηθεί ο κόσμος>>, εννοώντας δόξα το σταυρό. Ο σταυρός είναι η βάση της σωτηρίας μας. Χάρη σ’ αυτόν εμείς που προηγουμένως ήμασταν ατιμασμένοι και έκπτωτοι από τον παράδεισο τώρα αναδειχθήκαμε παιδιά του Θεού. Χάρη σ’ αυτόν δεν βρισκόμαστε σε πλάνη, αλλά γνωρίσαμε την αλήθεια, γνωρίσαμε τον δημιουργό των πάντων, εμείς οι δούλοι της αμαρτίας οδηγηθήκαμε στην ελευθερία της ενάρετης ζωής. Δεν υπάρχουν πια καπνός και κνίσα και θυσίες ζώων, αλλά υπάρχουν παντού πνευματικές λατρείες, ύμνοι και προσευχές.
Ο σταυρός άνοιξε τον παράδεισο που ήταν κλεισμένος, γιατί έβαλε τον ληστή μέσα στον παράδεισο. <<Σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο>>, λέγει ο Χριστός.
Ο Απόστολος Παύλος λέγει: ‘’Ας γιορτάζουμε όχι με την παλιά ζύμη, ούτε με ζύμη κακίας και πονηρίας, αλλά με άζυμα ειλικρινείας και αλήθειας.’’
Η Ζωή εν Τάφω
Το Μεγάλο Σάββατο γιορτάζουμε την ταφή του Κυρίου από τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο και την κάθοδό του στο σκοτεινό Βασίλειο του Άδη. Όταν ο Ιησούς πέθανε ως άνθρωπος, χωρίστηκε η ψυχή από το σώμα Του. Το σώμα του, από το οποίο δεν χωρίστηκε η θεότητα, τοποθετήθηκε στον τάφο. Η ψυχή του ενωμένη κι αυτή με τη θεότητά του κατέβηκε στον Άδη, τον νίκησε και απελευθέρωσε τις ψυχές που ήταν αιχμαλωτισμένες εκεί μετά το προπατορικό αμάρτημα. Την Τρίτη ημέρα ενώθηκε ξανά η ψυχή με ο σώμα και το σώμα αναστήθηκε.
Έτσι η ψυχή του Ιησού νίκησε τον Άδη και το σώμα του τον θάνατο, γιατί και στα δύο ψυχή και σώμα, η ανθρώπινη ύπαρξη ήταν ενωμένη με τη θεία φύση.
Το Μεγάλο Σάββατο ονομάζεται <<υπερευλογημένον>> στην υμνολογία της εκκλησίας.
Απόσπασμα από την ομιλία ΠΘ του Ιωάννη Χρυσόστομου
Την δε επόμενη ημέρα, μετά την Παρασκευή συγκεντρώθηκαν οι αρχιερείς και οι φαρισαίοι στον Πιλάτο και του είπαν: Κύριε, θυμηθήκαμε ότι εκείνος ο πλάνης είπε όταν ακόμη ζούσε, μετά τρεις ημέρες θα αναστηθώ. Δώσε λοιπόν διαταγή ν’ ασφαλιστεί ο τάφος ως την Τρίτη ημέρα, μήπως έλθουν οι μαθητές του και τον κλέψουν και ειπούν στον λαό ότι <<αναστήθηκε από τους νεκρούς>>, οπότε η τελευταία αυτή απάτη θα είναι χειρότερη από την πρώτη.
Πάντοτε η πλάνη συγκρούεται με τον εαυτό της και δίχως να το θέλει συνηγορεί υπέρ της αλήθειας. Αλλά πρόσεξε λίγο. Έπρεπε να γίνει πιστευτό ότι πέθανε, ότι τάφηκε και ότι αναστήθηκε. Και όλα αυτά γίνονται από τους εχθρούς. Τα λόγια αυτά λοιπόν επιβεβαιώνουν όλα αυτά <<θυμηθήκαμε>> λέγει <<ότι εκείνος ο πλάνος είπε ενώ ακόμη ζούσε>>. Άρα είχε πεθάνει τη στιγμή που μιλούν. <<Ότι μετά από τρεις ημέρες θα αναστηθώ, δώσε λοιπόν διαταγή να σφραγιστεί ο τάφος>>. Άρα λοιπόν έχει ταφεί. <<Μήπως έλθουν οι μαθητές και τον κλέψουν>>. Άρα, αν ο τάφος σφραγιστεί δεν θα μπορεί να γίνει καμιά απάτη. Δεν έγινε λοιπόν απάτη. Επομένως η απόδειξη της Ανάστασης, με αυτά που εσείς προτείνεται, γίνεται απολύτως πιστευτή. Γιατί από τη στιγμή που σφραγίστηκε ο τάφος δεν θα μπορούσε να γίνει και δεν έγινε καμία απάτη, αλλά ο τάφος βρέθηκε κενός, είναι σαφές ότι αναστήθηκε χωρίς καμία αμφιβολία.
Χωρίς να το θέλουν συνηγορούν υπέρ της αλήθειας. Γιατί αυτοί πήγαν στον Πιλάτο, αυτοί ζήτησαν να σφραγιστεί ο τάφος να γίνονται κατήγοροι και ελεγκτές των εαυτών τους. Και πότε άραγε θα μπορούσαν να κλέψουν το σώμα του; Το Σάββατο; Και με ποιο τρόπο; αφού δεν μπορούσαν ούτε να βγουν έξω. Αν πάλι παρέβαιναν το νόμο, πώς θα τολμούσαν να βγουν έξω αυτοί που ήταν τόσο δειλοί. Και πώς θα μπορούσαν να πείσουν το πλήθος; Τι θα έλεγαν; Τι θα έκαναν; Με ποια διάθεση θα τάσσονταν με το μέρος ενός νεκρού; Και ποια θα ήταν η ανταμοιβή που θα περίμεναν; Τι θα κέρδιζαν; Τότε που ήταν ζωντανός και μόνο που τον είδαν να συλλαμβάνεται λιποτάκτησαν. Και θα μιλούσαν με τόσο θάρρος μετά το θάνατό του υπέρ Αυτού, εάν δεν είχε αναστηθεί;
Πολλά τους είχε πει και συνεχώς τους έλεγε σχετικά με την ανάσταση, όπως είπαν κι αυτοί οι ίδιοι ότι << μετά από τρεις ημέρες θα αναστηθώ>>. Αν όμως δεν ανασταινόταν, είναι ολοφάνερο ότι, επειδή αυτοί είχαν απατηθεί και είχαν παρασυρθεί εξαιτίας του σε πόλεμο με ολόκληρο το έθνος και είχαν μείνει χωρίς οικογένεια και πατρίδα, θα τον αποστρέφονταν και δεν θα ήθελαν να του αποδώσουν τέτοια δόξα, αφού είχαν απατηθεί και είχαν κινδυνεύσει γι’ αυτόν.
Η Ανάσταση του Λαζάρου
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον Χριστὲ ὁ Θεός· ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν· Ὠσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Εὐαγγέλιον
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
Κεφ. 11: 1-45
Τ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦν τις ἀσθενῶν, Λάζαρος ἀπὸ Βηθανίας, ἐκ τῆς κώμης Μαρίας, καὶ Μάρθας τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς. Ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ, καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει. Ἀπέστειλαν οὖν αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν, λέγουσαι· Κύριε, ἴδε, ὃν φιλεῖς, ἀσθενεῖ. Ἀκούσας δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς, εἶπεν· Αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι᾿ αὐτῆς. Ἠγάπα δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν Μάρθαν, καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον. Ὡς οὖν ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ δύο ἡμέρας. Ἔπειτα μετὰ τοῦτο λέγει τοῖς Μαθηταῖς· ἄγωμεν εἰς τὴν ᾿Ιουδαίαν πάλιν. Λέγουσιν αὐτῷ οἱ Μαθηταί· Ῥαββί, νῦν ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱ ᾿Ιουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις ἐκεῖ; Ἀπεκρίθη ὁ ᾿Ιησοῦς· Οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας; ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει· ἐὰν δέ τις περιπατεῖ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει, ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ. Ταῦτα εἶπε, καὶ μετὰ τοῦτο λέγει αὐτοῖς· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνίσω αὐτόν. Εἶπον οὖν οἱ Μαθηταὶ αὐτοῦ· Κύριε, εἰ κεκοίμηται, σωθήσεται. Εἰρήκει δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν, ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως τοῦ ὕπνου λέγει. Τότε οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς παρρησίᾳ· Λάζαρος ἀπέθανε, καὶ χαίρω δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα πιστεύσητε, ὅτι οὐκ ἤμην ἐκεῖ· ἀλλ᾿ ἄγωμεν πρὸς αὐτόν. Εἶπεν οὖν Θωμᾶς, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, τοῖς συμμαθηταῖς· Ἄγωμεν καὶ ἡμεῖς, ἵνα ἀποθάνωμεν μετ᾿ αὐτοῦ. ᾿Ελθὼν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς, εὗρεν αὐτὸν τέσσαρας ἡμέρας ἤδη ἔχοντα ἐν τῷ μνημείῳ. Ἦν δὲ ἡ Βηθανία ἐγγὺς τῶν ῾Ιεροσολύμων ὡς ἀπὸ σταδίων δεκαπέντε, καὶ πολλοὶ ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐληλύθεισαν πρὸς τὰς περὶ Μάρθαν καὶ Μαρίαν, ἵνα παραμυθήσωνται αὐτὰς περὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν. Ἡ οὖν Μάρθα, ὡς ἤκουσεν ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἔρχεται, ὑπήντησεν αὐτῷ· Μαρία δὲ ἐν τῷ οἴκῳ ἐκαθέζετο. Εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, ὁ ἀδελφός μου οὐκ ἂν ἐτεθνήκει· ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα, ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν Θεόν, δώσει σοι ὁ Θεός. Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου. Λέγει αὐτῷ Μάρθα· Οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. Εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ, οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. Πιστεύεις τοῦτο; Λέγει αὐτῷ· Ναί, Κύριε· ἐγὼ πεπίστευκα, ὅτι σὺ ὁ Χριστὸς, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος. Καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἀπῆλθε καὶ ἐφώνησε Μαρίαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς λάθρα, εἰποῦσα· Ὁ Διδάσκαλος πάρεστι, καὶ φωνεῖ σε. Ἐκείνη ὡς ἤκουσεν, ἐγείρεται ταχὺ, καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτόν. Οὔπω δὲ ἐληλύθει ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὴν κώμην, ἀλλ᾿ ἦν ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ὑπήντησεν αὐτῷ ἡ Μάρθα. Οἱ οὖν ᾿Ιουδαῖοι, οἱ ὄντες μετ᾿ αὐτῆς ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ παραμυθούμενοι αὐτήν, ἰδόντες τὴν Μαρίαν, ὅτι ταχέως ἀνέστη καὶ ἐξῆλθεν, ἠκολούθησαν αὐτῇ, λέγοντες· ὅτι ὑπάγει εἰς τὸ μνημεῖον ἵνα κλαύσῃ ἐκεῖ. Ἡ οὖν Μαρία, ὡς ἦλθεν ὅπου ἦν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἰδοῦσα αὐτὸν, ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ, λέγουσα αὐτῷ· Κύριε, εἰ ἦς ὧδε, οὐκ ἂν ἀπέθανέ μου ὁ ἀδελφός. ᾿Ιησοῦς οὖν, ὡς εἶδεν αὐτήν κλαίουσαν, καὶ τοὺς συνελθόντας αὐτῇ ᾿Ιουδαίους κλαίοντας, ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι, καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν, καὶ εἶπε· Ποῦ τεθείκατε αὐτόν; Λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἔρχου καὶ ἴδε. Ἐδάκρυσεν ὁ ᾿Ιησοῦς. Ἔλεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι· Ἴδε πῶς ἐφίλει αὐτόν. Τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· οὐκ ἠδύνατο οὗτος, ὁ ἀνοίξας τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ, ποιῆσαι ἵνα καὶ οὗτος μὴ ἀποθάνῃ; ᾿Ιησοῦς οὖν πάλιν ἐμβριμώμενος ἐν ἑαυτῷ, ἔρχεται εἰς τὸ μνημεῖον· ἦν δὲ σπήλαιον, καὶ λίθος ἐπέκειτο ἐπ᾿ αὐτῷ. Λέγει ὁ ᾿Ιησοῦς· ἄρατε τὸν λίθον. Λέγει αὐτῷ ἡ ἀδελφὴ τοῦ τεθνηκότος, Μάρθα· Κύριε, ἤδη ὄζει· τεταρταῖος γάρ ἐστι. Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· Οὐκ εἶπόν σοι, ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψεις τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ; Ἦραν οὖν τὸν λίθον, οὗ ἦν ὁ τεθνηκὼς κείμενος. Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἦρε τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω, καὶ εἶπε· Πάτερ, εὐχαριστῶ σοι, ὅτι ἤκουσάς μου. Ἐγὼ δὲ ᾔδειν, ὅτι πάντοτέ μου ἀκούεις, ἀλλὰ διὰ τὸν ὄχλον τὸν περιεστῶτα εἶπον, ἵνα πιστεύσωσιν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. Καὶ ταῦτα εἰπὼν, φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω. Καὶ ἐξῆλθεν ὁ τεθνηκὼς, δεδεμένος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειρίαις, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ σουδαρίῳ περιεδέδετο. Λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· Λύσατε αὐτὸν, καὶ ἄφετε ὑπάγειν. Πολλοὶ οὖν ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων, οἱ ἐλθόντες πρὸς τὴν Μαρίαν, καὶ θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν.
Η Κυριακή των Βαΐων
τερον πολυτκιον  
χος δ’.
Συνταφέντες σοι δι το Βαπτίσματος, Χριστ Θες μν, τς θανάτου ζως ξιώθημεν τ ναστάσει σου, κα νυμνοντες κράζομεν· σανν ν τος ψίστοις, ελογημένος ρχόμενος, ν νόματι Κυρίου.
Εὐαγγέλιον
Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον.
Κεφ. 21: 1-11, 15-17
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὅτε ἤγγισεν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα καὶ ἦλθον εἰς Βηθσφαγῆ, πρὸς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, τότε ἀπέστειλε δύο Μαθητὰς, λέγων αὐτοῖς· Πορεύθητε εἰς τὴν κώμην τὴν ἀπέναντι ὑμῶν, καὶ εὐθέως εὑρήσετε ὄνον δεδεμένην καὶ πῶλον μετ᾿ αὐτῆς· λύσαντες ἀγάγετέ μοι. Καὶ ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ τι, ἐρεῖτε, ὅτι ὁ Κύριος αὐτῶν χρείαν ἔχει· εὐθέως δὲ ἀποστέλλει αὐτούς. Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν, ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τοῦ Προφήτου, λέγοντος· «Εἴπατε τῇ θυγατρὶ Σιών· Ἰδοὺ ὁ Βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι πραῢς, καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὄνον, καὶ πῶλον υἱὸν ὑποζυγίου. Πορευθέντες δὲ οἱ Μαθηταὶ, καὶ ποιήσαντες καθὼς προσέταξεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς, ἤγαγον τὴν ὄνον καὶ τὸν πῶλον, καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω αὐτῶν τὰ ἱμάτια αὐτῶν, καὶ ἐπεκάθισεν ἐπάνω αὐτῶν. Ὁ δὲ πλεῖστος ὄχλος ἔστρωσαν ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐν τῇ ὁδῷ, ἄλλοι δὲ ἔκοπτον κλάδους ἀπὸ τῶν δένδρων, καὶ ἐστρώννυον ἐν τῇ ὁδῷ. Οἱ δὲ ὄχλοι οἱ προάγοντες καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες ἔκραζον, λέγοντες· «Ὡσαννὰ» τῷ Υἱῷ Δαυΐδ· «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· Ὡσαννὰ» ἐν τοῖς ὐψίστοις. Καὶ εἰσελθόντος αὐτοῦ εἰς ῾Ιεροσόλυμα, ἐσείσθη πᾶσα ἡ πόλις λέγουσα· Τίς ἐστιν οὗτος; Οἱ δὲ ὄχλοι ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ᾿Ιησοῦς ὁ προφήτης, ὁ ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας. Ἰδόντες δὲ οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Γραμματεῖς τὰ θαυμάσια ἃ ἐποίησε, καὶ τοὺς παῖδας κράζοντας ἐν τῷ Ἱερῷ καὶ λέγοντας, «Ὡσαννὰ» τῷ Υἱῷ Δαυΐδ, ἠγανάκτησαν, καὶ εἶπον αὐτῷ· Ἀκούεις τί οὗτοι λέγουσιν; Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς λέγει αὐτοῖς· Ναί· οὐδέποτε ἀνέγνωτε, ὅτι «ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον;» Καὶ καταλιπὼν αὐτοὺς ἐξῆλθεν ἔξω τῆς Πόλεως εἰς Βηθανίαν, καὶ ηὐλίσθη ἐκεῖ.
Μεγάλη Δευτέρα
πολυτκιον
χος πλ. δ'.
δο Νυμφος ρχεται ν τ μσ τς νυκτς, κα μακριος δολος, ν ερσει γρηγοροντα, νξιος δ πλιν, ν ερσει αθυμοντα. Βλπε ον ψυχ μου, μ τ πν κατενεχθς, να μ τ θαντ παραδοθς, κα τς βασιλεας ξω κλεισθς, λλ ννηψον κρζουσα· γιος, γιος, γιος ε Θες, δι τς Θεοτκου λησον μς.
Εὐαγγέλιον
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
KA´ 14-43
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπανάγων ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν πόλιν ἐπείνασεν. Καὶ ἰδὼν συκῆν μίαν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ἦλθεν ἐπ᾽ αὐτήν, καὶ οὐδὲν εὗρεν ἐν αὐτῇ εἰ μὴ φύλλα μόνον, καὶ λέγει αὐτῇ, Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ. Καὶ ἰδόντες οἱ μαθηταὶ ἐθαύμασαν λέγοντες΄ Πῶς παραχρῆμα ἐξηράνθη ἡ συκῆ; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς, ᾽Αμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν καὶ μὴ διακριθῆτε, οὐ μόνον τὸ τῆς συκῆς ποιήσετε, ἀλλὰ κἂν τῷ ὄρει τούτῳ εἴπητε, ῎Αρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, γενήσεται·καὶ πάντα ὅσα ἂν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες λήψεσθε. Καὶ ἐλθόντος αὐτοῦ εἰς τὸ ἱερὸν προσῆλθον αὐτῷ διδάσκοντι οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ λέγοντες΄ ᾽Εν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς; καὶ τίς σοι ἔδωκεν τὴν ἐξουσίαν ταύτην; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς΄ ᾽Ερωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ λόγον ἕνα, ὃν ἐὰν εἴπητέ μοι κἀγὼ ὑμῖν ἐρῶ ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ· τὸ βάπτισμα τὸ ᾽Ιωάννου πόθεν ἦν; ἐξ οὐρανοῦ ἢ ἐξ ἀνθρώπων; οἱ δὲ διελογίζοντο ἐν ἑαυτοῖς λέγοντες, ᾽Εὰν εἴπωμεν, ᾽Εξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ ἡμῖν, Διὰ τί οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ; ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ᾽Εξ ἀνθρώπων, φοβούμεθα τὸν ὄχλον, πάντες γὰρ ὡς προφήτην ἔχουσιν τὸν ᾽Ιωάννην. Καὶ ἀποκριθέντες τῷ ᾽Ιησοῦ εἶπον΄ Οὐκ οἴδαμεν. ἔφη αὐτοῖς καὶ αὐτός΄ Οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. Τί δὲ ὑμῖν δοκεῖ; ἄνθρωπος εἶχεν τέκνα δύο. καὶ προσελθὼν τῷ πρώτῳ εἶπεν, Τέκνον, ὕπαγε σήμερον ἐργάζου ἐν τῷ ἀμπελῶνι. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν, Οὐ θέλω, ὕστερον δὲ μεταμεληθεὶς ἀπῆλθεν. Προσελθὼν δὲ τῷ ἑτέρῳ εἶπεν ὡσαύτως. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν, ᾽Εγώ, Κύριε· καὶ οὐκ ἀπῆλθεν. Τίς ἐκ τῶν δύο ἐποίησεν τὸ θέλημα τοῦ πατρός; λέγουσιν΄ ῾Ο πρῶτος΄ λέγει αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς, ᾽Αμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Ἦλθεν γὰρ ᾽Ιωάννης πρὸς ὑμᾶς ἐν ὁδῷ δικαιοσύνης, καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· οἱ δὲ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι ἐπίστευσαν αὐτῷ· ὑμεῖς δὲ ἰδόντες οὐδὲ μετεμελήθητε ὕστερον τοῦ πιστεῦσαι αὐτῷ. ῎Αλλην παραβολὴν ἀκούσατε. ῎Ανθρωπος ἦν οἰκοδεσπότης ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκεν καὶ ὤρυξεν ἐν αὐτῷ ληνὸν καὶ ᾠκοδόμησεν πύργον, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸν γεωργοῖς, καὶ ἀπεδήμησεν. Ὅτε δὲ ἤγγισεν ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν, ἀπέστειλεν τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργοὺς λαβεῖν τοὺς καρποὺς αὐτοῦ. Καὶ λαβόντες οἱ γεωργοὶ τοὺς δούλους αὐτοῦ ὃν μὲν ἔδειραν, ὃν δὲ ἀπέκτειναν, ὃν δὲ ἐλιθοβόλησαν. Πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους πλείονας τῶν πρώτων, καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς ὡσαύτως. Ὕστερον δὲ ἀπέστειλεν πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ λέγων, ᾽Εντραπήσονται τὸν υἱόν μου. Οἱ δὲ γεωργοὶ ἰδόντες τὸν υἱὸν εἶπον ἐν ἑαυτοῖς΄ Οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτὸν καὶ σχῶμεν τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ. Καὶ λαβόντες αὐτὸν ἐξέβαλον ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος καὶ ἀπέκτειναν. Ὅταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις; λέγουσιν αὐτῷ, Κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς, καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς, οἵτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν. Λέγει αὐτοῖς ὁ ᾽Ιησοῦς, Οὐδέποτε ἀνέγνωτε ἐν ταῖς Γραφαῖς, Λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας· παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστιν θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν; διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν ὅτι ἀρθήσεται ἀφ᾽ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι  τοὺς καρποὺς αὐτῆς.
Μεγάλη Τρίτη
Κθισμα
χος δ'. ψωθες ν τ Σταυρ.
Τν Νυμφον δελφο γαπσωμεν, τς λαμπδας αυτν ετρεπσωμεν, ν ρετας κλμποντες κα πστει ρθ, να ς α φρνιμοι, το Κυρου παρθνοι, τοιμοι εσλθωμεν, σν ατ ες τος γμους· γρ Νυμφος δρον ς Θες, πσι παρχει τν φθαρτον στφανον.
Ευαγγέλιον
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
κβ΄ 15 – κγ΄ 39
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, συμβούλιον ἔλαβον οἱ Φαρισαῖοι κατὰ τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως αὐτὸν παγιδεύσωσιν ἐν λόγῳ.  καὶ ἀποστέλλουσιν αὐτῷ τοὺς μαθητὰς αὐτῶν μετὰ τῶν Ἡρῳδιανῶν λέγοντες· Διδάσκαλε, οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς εἶ καὶ τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ ἐν ἀληθείᾳ διδάσκεις, καὶ οὐ μέλει σοι περὶ οὐδενός· οὐ γὰρ βλέπεις εἰς πρόσωπον ἀνθρώπου·  εἰπὲ οὖν ἡμῖν, τί σοι δοκεῖ; ἔξεστι δοῦναι κῆνσον Καίσαρι ἢ οὔ·  γνοὺς δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πονηρίαν αὐτῶν εἶπε· Τί με πειράζετε, ὑποκριταί;  ἐπιδείξατέ μοι τὸ νόμισμα τοῦ κήνσου. οἱ δὲ προσήνεγκαν αὐτῷ δηνάριον.  καὶ λέγει αὐτοῖς· Τίνος ἡ εἰκὼν αὕτη καὶ ἡ ἐπιγραφή;  λέγουσιν αὐτῷ· Καίσαρος· τότε λέγει αὐτοῖς· Ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ.  καὶ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν, καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἀπῆλθον.  Ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ προσῆλθον αὐτῷ Σαδδουκαῖοι, οἱ λέγοντες μὴ εἶναι ἀνάστασιν, καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν  λέγοντες· Διδάσκαλε, Μωσῆς εἶπεν, ἐάν τις ἀποθάνῃ μὴ ἔχων τέκνα, ἐπιγαμβρεύσει ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἀναστήσει σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ.  ἦσαν δὲ παρ’ ἡμῖν ἑπτὰ ἀδελφοί· καὶ ὁ πρῶτος γαμήσας ἐτελεύτησε, καὶ μὴ ἔχων σπέρμα ἀφῆκε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ·  ὁμοίως καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ τρίτος, ἕως τῶν ἑπτά.  ὕστερον δὲ πάντων ἀπέθανε καὶ ἡ γυνή.  ἐν τῇ οὖν ἀναστάσει τίνος τῶν ἑπτὰ ἔσται ἡ γυνή; πάντες γὰρ ἔσχον αὐτήν.  ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ·  ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ’ ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσι.  περὶ δὲ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν οὐκ ἀνέγνωτε τὸ ῥηθὲν ὑμῖν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ λέγοντος,  ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ; οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων.  καὶ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ.  Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό,  καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν, νομικὸς, πειράζων αὐτόν καὶ λέγων·  Διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ;  ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου·  αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή.  δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν.  ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται.  Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς  λέγων· Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; λέγουσιν αὐτῷ· Τοῦ Δαυῒδ.  λέγει αὐτοῖς· Πῶς οὖν Δαυῒδ ἐν Πνεύματι Κύριον καλεῖ αὐτὸν λέγων, εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου;  εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι;  καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον, οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ’ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι. Τότε ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε τοῖς ὄχλοις καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ  λέγων· Ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι.  πάντα οὖν ὅσα ἐὰν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε· λέγουσι γὰρ, καὶ οὐ ποιοῦσι.  δεσμεύουσιν γὰρ φορτία βαρέα καὶ ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῷ δὲ δακτύλῳ αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά.  πάντα δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν ποιοῦσι πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις, πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἰματίων αὐτῶν,  φιλοῦσι δὲ τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς  καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, ῥαββὶ ῥαββί.  ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ῥαββί· εἷς γάρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε.  καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ πατὴρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς.  μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί· εἷς γάρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητὴς, ὁ Χριστός.  ὁ δὲ μείζων ὑμῶν ἔσται ὑμῶν διάκονος.  ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις ταπεινώσει ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.  Οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κατεσθίετε τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι· διὰ τοῦτο λήψεσθε περισσότερον κρίμα.  Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κλείετε τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ὑμεῖς γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν.  Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι περιάγετε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηρὰν ποιῆσαι ἕνα προσήλυτον, καὶ ὅταν γένηται, ποιεῖτε αὐτὸν υἱὸν γεέννης διπλότερον ὑμῶν.  Οὐαὶ ὑμῖν, ὁδηγοὶ τυφλοὶ, οἱ λέγοντες· ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ ναῷ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ’ ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ χρυσῷ τοῦ ναοῦ ὀφείλει.  μωροὶ καὶ τυφλοί! τίς γὰρ μείζων ἐστίν, ὁ χρυσὸς ἢ ὁ ναὸς ὁ ἁγιάζων τὸν χρυσόν;  καί· ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ’ ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ δώρῳ τῷ ἐπάνω αὐτοῦ, ὀφείλει.  μωροὶ καὶ τυφλοί! τί γὰρ μεῖζον, τὸ δῶρον ἢ τὸ θυσιαστήριον τὸ ἁγιάζον τὸ δῶρον;  ὁ οὖν ὀμόσας ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἐπάνω αὐτοῦ·  καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ ναῷ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν τῷ κατοικήσαντι αὐτόν·  καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ οὐρανῷ ὀμνύει ἐν τῷ θρόνῳ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῷ καθημένῳ ἐπάνω αὐτοῦ.  Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κύμινον, καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον καὶ τὴν πίστιν· ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι.  ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες!  Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι καθαρίζετε τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ἐξ ἁρπαγῆς καὶ ἀδικίας.  Φαρισαῖε τυφλέ, καθάρισον πρῶτον τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἵνα γένηται καὶ τὸ ἐκτὸς αὐτῶν καθαρόν.  Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας.  οὕτω καὶ ὑμεῖς ἔξωθεν μὲν φαίνεσθε τοῖς ἀνθρώποις δίκαιοι, ἔσωθεν δέ μεστοὶ ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας.  Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι οἰκοδομεῖτε τοὺς τάφους τῶν προφητῶν καὶ κοσμεῖτε τὰ μνημεῖα τῶν δικαίων,  καὶ λέγετε· εἰ ἦμεν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν πατέρων ἡμῶν, οὐκ ἂν ἦμεν κοινωνοὶ αὐτῶν ἐν τῷ αἵματι τῶν προφητῶν.  ὥστε μαρτυρεῖτε ἑαυτοῖς ὅτι υἱοί ἐστε τῶν φονευσάντων τοὺς προφήτας.  καὶ ὑμεῖς πληρώσατε τὸ μέτρον τῶν πατέρων ὑμῶν.  ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν! πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης;  διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω πρὸς ὑμᾶς προφήτας καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς, καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενεῖτε καὶ σταυρώσετε, καὶ ἐξ αὐτῶν μαστιγώσετε ἐν ταῖς συναγωγαῖς ὑμῶν καὶ διώξετε ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν,  ὅπως ἔλθῃ ἐφ’ ὑμᾶς πᾶν αἷμα δίκαιον ἐκχυνόμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ αἵματος Ἄβελ τοῦ δικαίου ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου υἱοῦ Βαραχίου, ὃν ἐφονεύσατε μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου.  ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἥξει ταῦτα πάντα ἐπὶ τὴν γενεὰν ταύτην.  Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ὄρνις ἐπισυνάγει τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε.  ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος.  λέγω γὰρ ὑμῖν, οὐ μή με ἴδητε ἀπ’ ἄρτι ἕως ἂν εἴπητε, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Μεγάλη Τετάρτη
Κοντκιον
χος δ'. ψωθες.
πρ τν Πρνην γαθ νομήσας, δακρων μβρους οδαμς σοι προσξα, λλ σιγ δεμενος προσππτω σοι, πθ σπαζμενος, τος χρντους σου πδας, πως μοι τν φεσιν, ς Δεσπτης παρσχς, τν φλημτων κρζοντι Σωτρ. κ το βορβρου τν ργων μου ῥῦσα με.
τερον Κθισμα
χος δ'.
οδας δλιος, φιλαργυρας ρν, προδονα σε Κριε, τν θησαυρν τς ζως, δολως μελτησεν. θεν κα παροινσας, τρχει πρς ουδαους, λγει τος παρανμοις. Τί μοι θλετε δοναι, κγ παραδσω μν, ες τ σταυρσαι ατν;
Εὐαγγέλιον τοῦ Ὄρθρου
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐμαρτύρει ὁ ὄχλος ὁ ὄχλος ὁ ὢν μετὰ τοῦ Ἰησοῦ ὅτε τὸν Λάζαρον ἐφώνησεν ἐκ τοῦ μνημείου καὶ ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. Διὰ τοῦτο [καὶ] ὑπήντησεν αὐτῷ ὁ ὄχλος ὅτι ἤκουσαν τοῦτο αὐτὸν πεποιηκέναι τὸ σημεῖον. Οἱ οὖν Φαρισαῖοι εἶπον πρὸς ἑαυτούς͵ Θεωρεῖτε ὅτι οὐκ ὠφελεῖτε οὐδέν; ἴδε, ὁ κόσμος ὀπίσω αὐτοῦ ἀπῆλθεν. ῏Ησαν δέ τινες Ἕλληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων, ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ·οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας͵ καὶ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες΄ Κύριε͵ θέλομεν τὸν Ἰησοῦν ἰδεῖν. Ἔρχεται ὁ Φίλιππος καὶ λέγει τῷ Ἀνδρέᾳ· ἔρχεται Ἀνδρέας καὶ Φίλιππος καὶ λέγουσιν τῷ Ἰησοῦ. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀποκρίνατο αὐτοῖς λέγων΄ Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν͵ ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ͵ αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ͵ πολὺν καρπὸν φέρει. Ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν͵ καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ, εἰς ζωὴν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν. Ἐὰν ἐμοὶ διακονῇ τις ͵ ἐμοὶ ἀκολουθείτω΄ καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγὼ ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται· ἐάν τις ἐμοὶ διακονῇ τιμήσει αὐτὸν ὁ Πατήρ. Νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται. καὶ τί εἴπω; Πάτερ͵ σῶσόν με ἐκ τῆς ὥρας ταύτης΄ ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἦλθον εἰς τὴν ὥραν ταύτην. Πάτερ͵ δόξασόν σου τὸ ὄνομα. Ἦλθεν οὖν φωνὴ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ΄ Καὶ ἐδόξασα καὶ πάλιν δοξάσω. Ὁ οὖν ὄχλος ὁ ἑστὼς καὶ ἀκούσας ἔλεγεν βροντὴν γεγονέναι· ἄλλοι ἔλεγον͵ Ἄγγελος αὐτῷ λελάληκεν. Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν΄ Οὐ δι΄ ἐμὲ αὕτη ἡ φωνὴ γέγονεν, ἀλλὰ δι΄ ὑμᾶς. Νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου΄ νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω· κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς͵ πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν. (Τοῦτο δὲ ἔλεγε, σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἔμελλεν ἀποθνῄσκειν). Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ὄχλος΄ Ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐκ τοῦ νόμου ὅτι ὁ Χριστὸς μένει εἰς τὸν αἰῶνα΄ καὶ πῶς σὺ λέγεις ὅτι δεῖ ὑψωθῆναι τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; τίς ἐστιν οὗτος ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου; Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς΄ Ἔτι μικρὸν χρόνον τὸ φῶς μεθ’ ὑμῶν ἐστι΄ περιπατεῖτε ὡς τὸ φῶς ἔχετε͵ ἵνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταλάβῃ· καὶ ὁ περιπατῶν ἐν τῇ σκοτίᾳ, οὐκ οἶδεν ποῦ ὑπάγει. Ἕως τὸ φῶς ἔχετε͵ πιστεύετε εἰς τὸ φῶς͵ ἵνα υἱοὶ φωτὸς γένησθε. Ταῦτα ἐλάλησεν Ἰησοῦς͵ καὶ ἀπελθὼν ἐκρύβη ἀπ΄ αὐτῶν. Τοσαῦτα δὲ αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν, οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτόν΄ ἵνα ὁ λόγος Ἡσαΐου τοῦ Προφήτου πληρωθῇ, ὃν εἶπε΄ Κύριε͵ τίς ἐπίστευσεν τῇ ἀκοῇ ἡμῶν, καὶ ὁ βραχίων κυρίου τίνι ἀπεκαλύφθη; Διὰ τοῦτο οὐκ ἠδύναντο πιστεύειν͵ ὅτι πάλιν εἶπεν Ἡσαΐας΄ Τετύφλωκεν αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πεπώρωκεν αὐτῶν τὴν καρδίαν͵ ἵνα μὴ ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς, καὶ νοήσωσι τῇ καρδίᾳ, καὶ ἐπιστραφῶσι͵ καὶ ἰάσομαι αὐτούς. Ταῦτα εἶπεν Ἡσαΐας͵ ὅτι εἶδε τὴν δόξαν αὐτοῦ͵ καὶ ἐλάλησε περὶ αὐτοῦ. Ὅμως μέντοι καὶ ἐκ τῶν ἀρχόντων πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν΄ ἀλλὰ διὰ τοὺς Φαρισαίους οὐχ ὡμολόγουν, ἵνα μὴ ἀποσυνάγωγοι γένωνται· ἠγάπησαν γὰρ τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἤπερ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ἰησοῦς δὲ ἔκραξε καὶ εἶπεν΄ Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, οὐ πιστεύει εἰς ἐμὲ, ἀλλ’ εἰς τὸν πέμψαντά με͵ καὶ ὁ θεωρῶν ἐμὲ, θεωρεῖ τὸν πέμψαντά με. Ἐγὼ φῶς εἰς τὸν κόσμον ἐλήλυθα͵ ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ μὴ μείνῃ. Καὶ ἐάν τίς μου ἀκούσῃ τῶν ῥημάτων καὶ μὴ πιστεύσῃ͵ ἐγὼ οὐ κρίνω αὐτόν. Οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ΄ ἵνα σώσω τὸν κόσμον. Ὁ ἀθετῶν ἐμὲ, καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ῥήματά μου ἔχει τὸν κρίνοντα αὐτόν· ὁ λόγος ὃν ἐλάλησα ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ· ὅτι ἐγὼ ἐξ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλάλησα͵ ἀλλ΄ ὁ πέμψας με Πατὴρ αὐτός μοι ἐντολὴν ἔδωκε, τί εἴπω, καὶ τί λαλήσω. Καὶ οἶδα, ὅτι ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ
ζωὴ αἰώνιός ἐστιν΄ ἃ οὖν ἐγὼ λαλῶ͵ καθὼς εἴρηκέν μοι ὁ Πατήρ͵ οὕτω λαλῶ.
Μεγάλη Πέμπτη
Ες τν ερν Νιπτρα
Νπτει Μαθητν σπρας Θες πδας,
Ο πος πατν ν ες δμ δελης πλαι.
Ες τν Μυστικον Δεπνον
Διπλο
ς Δεπνος· Πσχα γρ νμου φρει,
Κα
Πσχα καινν, Αμα. Σμα Δεσπτου.
Ε
ς τν περφυ Προσευχν
Προσε
χ· κα φβητρα, θρμβοι αμτων,
Χριστ
, προσπου, παραιτομενος δθεν
Θ
νατον, χθρν ν τοτοις φενακζων.
Ε
ς τν Προδοσαν
Τί δε
μαχαιρν, τί ξλων λαοπλνοι,
Πρ
ς τ θανεν πρθυμον ες Κσμου λτρον.
πολυτκιον
χος πλ. δ'.
τε ο νδοξοι Μαθητα, ν τ νιπτρι το Δεπνου φωτζοντο, ττε οδας δυσσεβς, φιλαργυραν νοσσας σκοτζετο, κα νμοις κριτας, σ τν δκαιον Κριτν παραδδωσι. Βλπε χρημτων ραστ, τν δι τατα γχν χρησμενον, φεγε κρεστον ψυχν τν Διδασκλ τοιατα τολμσασαν. περ πντας γαθς, Κριε δξα σοι.
Κοντκιον
χος β'. Τ νω ζητν.
Τν ρτον λαβν, ες χερας προδτης, κρυφως ατς, κτενει κα λαμβνει, τν τιμν το πλσαντος, τας οκεαις χερσ τν νθρωπον, κα διρθωτος μεινεν, οδας δολος κα δλιος.
Ανάμεσα στο 5ο και το 6ο Ευαγγέλιο ψάλλεται το αντίφωνο «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…»
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου,
ο εν ύδασι την γην κρεμάσας.
Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται,
ο των αγγέλων βασιλεύς.
Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται 
ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις. 
Ράπισμα κατεδέξατο, 
ο εν Ιορδάνη ελευθερώσας τον Αδάμ.
Ήλοις προσηλώθη, 
ο Νυμφίος της Εκκλησίας. 
Λόγχη εκεντήθη, ο Υιός της Παρθένου. 
Προσκυνούμεν σου τα Πάθη, Χριστέ.
Δείξον ημίν και την ένδοξόν σου Ανάστασιν.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟ
Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον.
Κεφ. 27: 3-32
Τ καιρῷ ἐκείνῳ, ἰδὼν ᾿Ιούδας, ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς κατεκρίθη, μεταμεληθεὶς, ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῖς Ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς Πρεσβυτέροις, λέγων· Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον. Οἱ δὲ εἶπον· Τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει. Καὶ ῥίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ, ἀνεχώρησε, καὶ ἀπελθὼν, ἀπήγξατο. Οἱ δὲ Ἀρχιερεῖς, λαβόντες τὰ ἀργύρια, εἶπον· Οὐκ ἔξεστι βαλεῖν αὐτὰ εἰς τὸν κορβανᾶν, ἐπεὶ τιμὴ αἵματός ἐστι. Συμβούλιον δὲ λαβόντες, ἠγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν ἀγρὸν τοῦ Κεραμέως, εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις· διὸ ἐκλήθη ὁ ἀγρὸς ἐκεῖνος, ἀγρὸς αἵματος ἕως τῆς σήμερον. Τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ ῾Ιερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· «Καὶ ἔλαβον τὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου, ὃν ἐτιμήσαντο ἀπὸ υἱῶν ᾿Ισραήλ, καὶ ἔδωκαν αὐτὰ εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ Κεραμέως, καθὰ συνέταξέ μοι Κύριος.» ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς ἔστη ἔμπροσθεν τοῦ Ἡγεμόνος, καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ Ἡγεμὼν, λέγων· Σὺ εἶ ὁ Βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἔφη αὐτῷ· Σὺ λέγεις· Καὶ ἐν τῷ κατηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν Ἀρχιερέων καὶ τῶν Πρεσβυτέρων, οὐδὲν ἀπεκρίνατο. Τότε λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Οὐκ ἀκούεις πόσα σου καταμαρτυροῦσι; Καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς οὐδὲ ἓν ῥῆμα· ὥστε θαυμάζειν τὸν Ἡγεμόνα λίαν. Κατὰ δὲ ἑορτὴν, εἰώθει ὁ Ἡγεμὼν ἀπολύειν ἕνα τῷ ὄχλῳ δέσμιον, ὃν ἤθελον. Εἶχον δὲ τότε δέσμιον ἐπίσημον, λεγόμενον Βαραββᾶν. Συνηγμένων οὖν αὐτῶν, εἶπεν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τίνα θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν; Βαραββᾶν, ἢ ᾿Ιησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; ᾔδει γὰρ, ὅτι διὰ φθόνον, παρέδωκαν αὐτόν. Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ βήματος, ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἡ γυνὴ αὐτοῦ λέγουσα· Μηδὲν σοὶ καὶ τῷ δικαίω ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ᾿ ὄναρ δι᾿ αὐτόν. Οἱ δὲ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Πρεσβύτεροι ἔπεισαν τοὺς ὄχλους, ἵνα αἰτήσωνται τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ ᾿Ιησοῦν ἀπολέσωσιν. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἡγεμὼν, εἶπεν αὐτοῖς· Τίνα θέλετε ἀπὸ τῶν δύο ἀπολύσω ὑμῖν; Οἱ δὲ εἶπον· Βαραββᾶν. Λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τί οὖν ποιήσω ᾿Ιησοῦν, τὸν λεγόμενον Χριστόν; Λέγουσιν αὐτῷ πάντες· Σταυρωθήτω. Ὁ δὲ Ἡγεμὼν ἔφη· Τί γὰρ κακὸν ἐποίησεν; Οἱ δὲ περισσῶς ἔκραζον, λέγοντες· Σταυρωθήτω. Ἰδὼν δὲ ὁ Πιλᾶτος, ὅτι οὐδὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβὼν ὕδωρ, ἀπενίψατο τὰς χεῖρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου, λέγων· Ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε. Καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς, εἶπε· Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν. Τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ ᾿Ιησοῦν φραγελλώσας, παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ. Τότε οἱ στρατιῶται τοῦ Ἡγεμόνος παραλαβόντες τὸν ᾿Ιησοῦν εἰς τὸ Πραιτώριον, συνήγαγον ἐπ᾿ αὐτὸν ὅλην τὴν σπεῖραν· καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν, περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κοκκίνην, καὶ πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν, ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ κάλαμον ἐπὶ τὴν δεξιὰν αὐτοῦ, καὶ γονυπετήσαντες ἔμπροσθεν αὐτοῦ, ἐνέπαιζον αὐτῷ, λέγοντες· Χαῖρε ὁ Βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων· Καὶ ἐμπτύσαντες εἰς αὐτὸν, ἔλαβον τὸν κάλαμον καὶ ἔτυπτον εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. Καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν χλαμύδα καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ σταυρῶσαι. ᾿Εξερχόμενοι δὲ, εὗρον ἄνθρωπον Κυρηναῖον, ὀνόματι Σίμωνα· τοῦτον ἠγγάρευσαν, ἵνα ἄρῃ τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ.
Μεγάλη Παρασκευή
Κοντκιον
χος πλ. δ'.
Τν δι' μς Σταυρωθντα, δετε πντες μνσωμεν· ατν γρ κατεδε Μαρα π το ξλου, κα λεγεν· Ε κα σταυρν πομνεις, σ πρχεις Υἱὸς κα Θες μου.
Ευαγγέλιον
  Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον.
Ματθ. 27: 1-38,  Λουκ. 23: 39-43,  Ματθ. 27: 39-54, 
Ἰωάν. 19: 31-37,  Ματθ. 27: 55-61

Τ καιρῷ ἐκείνῳ, συμβούλιον ἔλαβον πάντες οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ, ὥστε θανατῶσαι αὐτόν· καὶ δήσαντες αὐτὸν, ἀπήγαγον, καὶ παρέδωκαν αὐτὸν Ποντίῳ Πιλάτῳ, τῷ ἡγεμόνι. Τότε ἰδὼν ᾿Ιούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν, ὅτι κατεκρίθη, μεταμεληθεὶς, ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῖς Ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς Πρεσβυτέροις, λέγων· Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον. Οἱ δὲ εἶπον· Τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει. Καὶ ῥίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ, ἀνεχώρησε, καὶ ἀπελθὼν, ἀπήγξατο. Οἱ δὲ Ἀρχιερεῖς, λαβόντες τὰ ἀργύρια, εἶπον· Οὐκ ἔξεστι βαλεῖν αὐτὰ εἰς τὸν κορβανᾶν, ἐπεὶ τιμὴ αἵματός ἐστι. Συμβούλιον δὲ λαβόντες, ἠγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν ἀγρὸν τοῦ Κεραμέως, εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις· διὸ ἐκλήθη ὁ ἀγρὸς ἐκεῖνος, ἀγρὸς αἵματος ἕως τῆς σήμερον. Τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ ῾Ιερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· «Καὶ ἔλαβον τὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου, ὃν ἐτιμήσαντο ἀπὸ υἱῶν ᾿Ισραήλ, καὶ ἔδωκαν αὐτὰ εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ Κεραμέως, καθὰ συνέταξέ μοι Κύριος.» ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς ἔστη ἔμπροσθεν τοῦ Ἡγεμόνος, καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ Ἡγεμὼν, λέγων· Σὺ εἶ ὁ Βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἔφη αὐτῷ· Σὺ λέγεις· Καὶ ἐν τῷ κατηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν Ἀρχιερέων καὶ τῶν Πρεσβυτέρων, οὐδὲν ἀπεκρίνατο. Τότε λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Οὐκ ἀκούεις πόσα σου καταμαρτυροῦσι; Καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς οὐδὲ ἓν ῥῆμα· ὥστε θαυμάζειν τὸν Ἡγεμόνα λίαν. Κατὰ δὲ ἑορτὴν, εἰώθει ὁ Ἡγεμὼν ἀπολύειν ἕνα τῷ ὄχλῳ δέσμιον, ὃν ἤθελον. Εἶχον δὲ τότε δέσμιον ἐπίσημον, λεγόμενον Βαραββᾶν. Συνηγμένων οὖν αὐτῶν, εἶπεν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τίνα θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν; Βαραββᾶν, ἢ ᾿Ιησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; ᾔδει γὰρ, ὅτι διὰ φθόνον, παρέδωκαν αὐτόν. Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ βήματος, ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἡ γυνὴ αὐτοῦ λέγουσα· Μηδὲν σοὶ καὶ τῷ δικαίω ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ᾿ ὄναρ δι᾿ αὐτόν. Οἱ δὲ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Πρεσβύτεροι ἔπεισαν τοὺς ὄχλους, ἵνα αἰτήσωνται τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ ᾿Ιησοῦν ἀπολέσωσιν. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἡγεμὼν, εἶπεν αὐτοῖς· Τίνα θέλετε ἀπὸ τῶν δύο ἀπολύσω ὑμῖν; Οἱ δὲ εἶπον· Βαραββᾶν. Λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τί οὖν ποιήσω ᾿Ιησοῦν, τὸν λεγόμενον Χριστόν; Λέγουσιν αὐτῷ πάντες· Σταυρωθήτω. Ὁ δὲ Ἡγεμὼν ἔφη· Τί γὰρ κακὸν ἐποίησεν; Οἱ δὲ περισσῶς ἔκραζον, λέγοντες· Σταυρωθήτω. Ἰδὼν δὲ ὁ Πιλᾶτος, ὅτι οὐδὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβὼν ὕδωρ, ἀπενίψατο τὰς χεῖρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου, λέγων· Ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε. Καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς, εἶπε· Τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς, καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν. Τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ ᾿Ιησοῦν φραγελλώσας, παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ. Τότε οἱ στρατιῶται τοῦ Ἡγεμόνος παραλαβόντες τὸν ᾿Ιησοῦν εἰς τὸ Πραιτώριον, συνήγαγον ἐπ᾿ αὐτὸν ὅλην τὴν σπεῖραν· καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν, περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κοκκίνην, καὶ πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν, ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ κάλαμον ἐπὶ τὴν δεξιὰν αὐτοῦ, καὶ γονυπετήσαντες ἔμπροσθεν αὐτοῦ, ἐνέπαιζον αὐτῷ, λέγοντες· Χαῖρε ὁ Βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων· Καὶ ἐμπτύσαντες εἰς αὐτὸν, ἔλαβον τὸν κάλαμον καὶ ἔτυπτον εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. Καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν χλαμύδα καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ σταυρῶσαι. ᾿Εξερχόμενοι δὲ, εὗρον ἄνθρωπον Κυρηναῖον, ὀνόματι Σίμωνα· τοῦτον ἠγγάρευσαν, ἵνα ἄρῃ τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ. Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ, ὅς ἐστι λεγόμενος Κρανίου τόπος, ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος, οὐκ ἤθελε πιεῖν. Σταυρώσαντες δὲ αὐτὸν, διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, βαλόντες κλῆρον, ἵνα  πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Προφήτου· «Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον»· καὶ καθήμενοι, ἐτήρουν αὐτὸν ἐκεῖ. Καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν αὐτοῦ γεγραμμένην· Οὗτός ἐστιν ᾿Ιησοῦς ὁ Βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων. Τότε σταυροῦνται σὺν αὐτῷ δύο λῃσταί, εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων. Εἷς δὲ τῶν κρεμασθέντων κακούργων ἐβλασφήμει αὐτὸν, λέγων· Εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς. Ἀποκριθεὶς δὲ ἕτερος ἐπετίμα αὐτῷ, λέγων· Οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ; Καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως· ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε. Καὶ ἔλεγε τῷ ᾿Ιησοῦ· Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Ἀμὴν λέγω σοι· σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ. Οἱ δὲ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν, κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν, καὶ λέγοντες· Ὁ καταλύων τὸν ναὸν, καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτόν· εἰ Υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ. Ὁμοίως δὲ καὶ οἱ Ἀρχιερεῖς, ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν Γραμματέων καὶ Πρεσβυτέρων, καὶ Φαρισαίων, ἔλεγον· ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ Βασιλεὺς ᾿Ισραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ Σταυροῦ, καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ· Πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, ῥυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν· εἶπε γὰρ, ὅτι Θεοῦ εἰμι Υἱός. Τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ, οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ, ὠνείδιζον αὐτόν. ᾿Απὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν, ἕως ὥρας ἐνάτης. Περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ ᾿Ιησοῦς φωνῇ μεγάλῃ, λέγων· Ἠλὶ, Ἠλί, λαμὰ σαβαχθανί, τοῦτ᾿ ἔστι, Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνα τί με ἐγκατέλιπες; Τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστώτων ἀκούσαντες, ἔλεγον· ὅτι ᾿Ηλίαν φωνεῖ οὗτος. Καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν, καὶ λαβὼν σπόγγον, πλήσας τε ὄξους, καὶ περιθεὶς καλάμῳ, ἐπότιζεν αὐτόν. Οἱ δὲ λοιποὶ ἔλεγον· Ἄφες, ἴδωμεν εἰ ἔρχεται ᾿Ηλίας σώσων αὐτόν. Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς, πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ, ἀφῆκε τὸ πνεῦμα. Καὶ ἰδοὺ, τὸ καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο, ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω· καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη· καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν· καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν· καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ, εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν Πόλιν, καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς. ῾Ο δὲ Ἑκατόνταρχος, καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ, τηροῦντες τὸν ᾿Ιησοῦν, ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα, ἐφοβήθησαν σφόδρα, λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ Υἱὸς ἦν οὗτος.  Οἱ οὖν ᾿Ιουδαῖοι, ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ Σαββάτῳ, ἐπεὶ Παρασκευὴ ἦν· ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Σαββάτου· ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον, ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν. Ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη, καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ· ἐπὶ δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν ἐλθόντες, ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη, ἀλλ᾿ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ. Καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινὴ ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ· κἀκεῖνος οἶδεν ὅτι ἀληθῆ λέγει, ἵνα καὶ ὑμεῖς πιστεύσητε. Ἐγένετο γὰρ ταῦτα, ἵνα ἡ Γραφὴ πληρωθῇ· Ὀστοῦν οὐ συντριβήσεται αὐτοῦ. Καὶ πάλιν ἑτέρα Γραφὴ λέγει· Ὄψονται εἰς ὃν ἐξεκέντησαν. ῏Ησαν δὲ ἐκεῖ καὶ γυναῖκες πολλαὶ ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι, αἵτινες ἠκολούθησαν τῷ ᾿Ιησοῦ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας, διακονοῦσαι αὐτῷ· ἐν αἷς ἦν Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ ᾿Ιωσῆ μήτηρ, καὶ ἡ μήτηρ τῶν Υἱῶν Ζεβεδαίου. ᾿Οψίας δὲ γενομένης, ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος ἀπὸ ᾿Αριμαθαίας, τοὔνομα ᾿Ιωσήφ, ὃς καὶ αὐτὸς ἐμαθήτευσε τῷ ᾿Ιησοῦ· Οὗτος προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ, ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. Τότε ὁ Πιλᾶτος ἐκέλευσεν ἀποδοθῆναι τὸ σῶμα. Καὶ λαβὼν τὸ σῶμα ὁ ᾿Ιωσὴφ, ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρᾷ, καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν τῷ καινῷ αὐτοῦ μνημείῳ, ὃ ἐλατόμησεν ἐν τῇ πέτρᾳ, καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τῇ θύρᾳ τοῦ μνημείου, ἀπῆλθεν. ῏Ην δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ, καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου.
Μεγάλο Σάββατο
πολυτκιον
χος β'.
εσχμων ωσφ, π το ξλου καθελν τ χραντν σου Σμα, σινδνι καθαρ, ελσας κα ρμασιν, ν μνματι καιν κηδεσας πθετο.
τερον πολυτκιον
χος β'.
Τας Μυροφροις Γυναιξ, παρ τ μνμα πιστς, γγελος βα·Τ μρα τος θνητος πρχει ρμδια, Χριστς, δ διαφθορς δεχθη λλτριος.
Κοντ
κιον
χος β'.
Τν βυσσον κλεσας, νεκρς ρται, κα σμρν κα σινδνι νειλημμνος, ν μνημείῳ κατατθεται, ς θνητς θνατος. Γυνακες δ ατν λθον μυρσαι, κλαουσαι πικρς κα κβοσαι· Τοτο Σββατν στι τ περευλογημνον, ν , Χριστς φυπνσας, ναστσεται τριμερος.

Ευαγγέλιον
Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον.
Κεφ. 28: 1-20
᾿Οψὲ Σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν Σαββάτων, ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ, καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, θεωροῦσαι τὸν τάφον Καὶ ἰδοὺ, σεισμὸς ἐγένετο μέγας· Ἄγγελος γὰρ Κυρίου, καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ, προσελθὼν ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας, καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ· ἦν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ, καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών. Ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες, καὶ ἐγένοντο ὡσεὶ νεκροί. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἄγγελος, εἶπε ταῖς γυναιξί· μὴ φοβεῖσθε ὑμεῖς· οἶδα γὰρ, ὅτι ᾿Ιησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε· οὐκ ἔστιν ὧδε· ἠγέρθη γὰρ, καθὼς εἶπε· δεῦτε, ἴδετε τὸν τόπον, ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος. Καὶ ταχὺ πορευθεῖσαι, εἴπατε τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ, ὅτι ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ ἰδοὺ, προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε· ἰδοὺ, εἶπον ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἀπὸ τοῦ μνημείου μετὰ φόβου καὶ χαρᾶς μεγάλης, ἔδραμον ἀπαγγεῖλαι τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ. Ὡς δὲ ἐπορεύοντο ἀπαγγεῖλαι τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ, ὁ ᾿Ιησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων· Χαίρετε. Αἱ δὲ προσελθοῦσαι, ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας, καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ. Τότε λέγει αὐταῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· Μὴ φοβεῖσθε· ὑπάγετε, ἀπαγγείλατε τοῖς ἀδελφοῖς μου, ἵνα ἀπέλθωσιν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, κἀκεῖ με ὄψονται. Πορευομένων δὲ αὐτῶν, ἰδού, τινες τῆς κουστωδίας, ἐλθόντες εἰς τὴν Πόλιν, ἀπήγγειλαν τοῖς Ἀρχιερεῦσιν ἅπαντα τὰ γενόμενα. Καὶ συναχθέντες μετὰ τῶν Πρεσβυτέρων, συμβούλιόν τε λαβόντες, ἀργύρια ἱκανὰ ἔδωκαν τοῖς στρατιώταις, λέγοντες· Εἴπατε, ὅτι οἱ Μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς ἐλθόντες, ἔκλεψαν αὐτὸν, ἡμῶν κοιμωμένων. Καὶ ἐὰν ἀκουσθῇ τοῦτο ἐπὶ τοῦ Ἡγεμόνος, ἡμεῖς πείσομεν αὐτὸν, καὶ ὑμᾶς ἀμερίμνους ποιήσομεν. Οἱ δὲ λαβόντες τὰ ἀργύρια, ἐποίησαν ὡς ἐδιδάχθησαν. Καὶ διεφημίσθη ὁ λόγος οὗτος παρὰ ᾿Ιουδαίοις μέχρι τῆς σήμερον. Οἱ δὲ ἕνδεκα Μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς.  Καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν. Καὶ προσελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων· Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς. Πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ, ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.
Κυριακη του Πάσχα
Ἦχος πλ. α'
Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός, καὶ δοξάσατε Χριστόν, τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν.
Ἦχος πλ. β'
Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ, Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς, καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδία σὲ δοξάζειν.
Ἦχος πλ. α'
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτω θάνατον πατήσας, καὶ τοὶς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος.
Ευαγγέλιον
Ἐκ τοῦ κατά  Ἰωάννην.
Κεφ.1: 1-17
ν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. Πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶνἀνθρώπων. Καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτία φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν.᾿Εγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρὰ Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ ᾿Ιωάννης. Οὗτοςἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσιδι᾿ αὐτοῦ. Οὐκ ἦν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλ᾿ ἵνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ φωτός. ῏Ην τὸφῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον. Ἐντῷ κόσμω ἦν, καὶ ὁ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω.Εἰς τὰ ἴδια ἦλθε, καὶ οἱ ἴδιοι αὐτὸν οὐ παρέλαβον. Ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν,ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομααὐτοῦ. Οἳ οὐκ ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος σαρκός, οὐδὲ ἐκ θελήματοςἀνδρός, ἀλλ᾿ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο, καὶ ἐσκήνωσενἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὸν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰΠατρός· πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας. ᾿Ιωάννης μαρτυρεῖ περὶ αὐτοῦ, καὶκέκραγε λέγων· οὗτος ἦν ὃν εἶπον· Ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος, ἔμπροσθέν μουγέγονεν· ὅτι πρῶτός μου ἦν. Καὶ ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντεςἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος. Ὅτι ὁ νόμος διὰ Μωῡσέως ἐδόθη· ἡ χάριςκαὶ ἡ ἀλήθεια διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου