Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Με του καιρού τ’ αλλάματα, που αναπαημό δεν έχου, μα στο καλό κι εις το κακό περιπατούν και τρέχου

Απόσπασμα από τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντσου Κορνάρου
Ερωτόκριτος
Και τ’ όνομα του νιούτσικου Ρωτόκριτο το λέγα,
άμε ταχιά, πήγαινε αργά θώρειε την Αρετούσα,
μέσα η καρδιά του λάμπανε, τα σωθικά κεντούσα
αγάλια αγάλια σ’ ερωτιά και πόθον εκινάτο,
την Αρετούσα με κουρφό πόθο κι αγάπη εθώρει,
μα σ’ έτιο πράμα έγνοια κιαμιά δεν είχε αυτήν η κόρη
λίγη αφορμή’ τον στην αρχή, που σκλάβωσε τα μέλη,
με λίγο τον επλάνεσε το πίβουλο κοπέλι,
το λίγο γίνηκε πολύ, και το πολύ να κάμη
αρχίνιξεν απλοκαμούς σα ρίζες το καλάμι.
Με πόνους κι αναστεναγμούς επέρναν ο καιρός του,
κι έμπαινε μέσα στη φωτιά που εκέντα μοναχός του
επάσκισε όσο μπόρεσε την παίδα ν’ αλαφρώση,
κι αντρειεύγετο κι ελόγιαζε να του βοηθήσει η γνώση.
Κι οπού’ χε δει όμορφο δεντρό με τ’ άνθη στολισμένο,
είν’ τσ’ Αρετούσας το κορμί τ’ ομορφοκαμωμένο,
οπού’ χε δει τα λούλουδα τα κοκκινοβαμμένα,
έλεγ’ έτσ’ είν’ τα χείλη τση και τσή κεράς μου μένα.
Τ’ άλογο δεν τόνε φελά, γεράκι δεν τ’ αρέσει,
γιατί’ χε η δόλια του καρδιά τη σαϊτιά στη μέση.
Οι λογισμοί’ ναι σαϊτιές, η καρδιά μου το σημάδι,
και μάχουνται, και ποιος μπορεί να τα συβάση ομάδι;
Ο πόθος όντε βουληθή και θέλη να νικήση,
γνώση δεν ει’ ουδέ δύναμη να τόνε πολεμήση.
Μα το μικρό με τον καιρόν εγίνηκε μεγάλο
κι αγάλι αγάλι η πεθυμιά μ’ έβανε μες στα βάθη
κι έκαμε ρίζες και κλαδιά, βλαστούς και φύλλα κι άνθη,
κι επλήθαινε την πεθυμιά το πελελό μου αμμάτι,
κι άρχιζε κι εστρατάριζε κι εσιγανοπορπάτει,
το σιγανό με τον καιρό προθυμερόν εγίνη,
κι έβαν’ ο Έρωτας κουρφά τα ξύλα στο καμίνι.
Ο Έρωτας ανυφαντής με πονηριάν εγίνη,
αράχνην έστεσε ψιλή κι επιάστηκα σε κείνη,
ο Έρωτας μ’ εμπέρδεσε και σκλάβον του κρατεί με
και δουλευτής του γράφτηκα και μετά με κείνον είμαι.
Κατέχεις πως εθέλησα να φύγω από το βρόχι,
μ’ απάνω κάτω επά κι εκεί αυτός στεμένο το’ χει.
Δεν ημπορώ να κοιμηθώ, να πιω, μηδέ να φάω,
κι όλπιζα να λησμονηθούν οι πόνοι που με κρίνα,
μα εγώ θωρώ χειρότερα και πλια βαροί πομείνα,
 κι όσο μακραίνω από τη φωτιά, θωρώ πως πλιά με καίγει,
κι ο πόθος με χειρότερα άρματα με παιδεύγει.
Αυτός λαβώνει από κοντά κι από μακρά σκοτώνει,
κι όσον κι ά φεύγω κι ά γλακώ, με τα φτερά με σώνει.
Ολημερίς τη στόρησιν εκείνης που με κρίνει
μου βάνει μες στο λογισμό κι εκεί μού την αφήνει,
κι ά θέσω ν’ αποκοιμηθώ, τα μάτια μου ως καμνύσου,
μου δείχνει πως τα χείλη τση σκύφτου να με φιλήσου.
Εγώ όντε σ’ εζγουράφισα, έβγαλα απ’ την καρδιά μου
αίμα και με το αίμα μου εγίνη η ζγουραφιά μου,
κι όποια με αίμα της καρδιάς μια ζγουραφιά τελειώσει,
κάνει την όμορφη πολλά κι ουδέ μπορεί να λειώση.
 Αρετούσα
Από τη μια’ χω του κυρού το φόβο που με κρίνει,
κι από την άλλη τση φιλιάς κι αγάπης την οδύνη.
Μα ο Έρωτας στέκει ανάδια μου και τ’ άρματα μού δείχνει
βαστά φωτιά κι αναλαμπή κι απάνω μου τη ρίχνει,
και δεν κατέχω ίντα να πω κι ίντα ν’ αποφασίσω,
τίνος να κάμω θέλημα και πάλι ποιού ν’ αφήσω.
Φόβος και πόθος πολεμά κι εγώ’ μαι το σημάδι.
Η Συνάντηση
Εσίμωσ’ ο Ρωτόκριτος, στο παραθύρι απλώνει
κι αγαλινά και σιγανά ποιος είναι φανερώνει.
Με ταπεινότ’ η Αρετή τρέμοντας πιλογάται
με μια φωνή έτσι δαμίνη, που δεν καλογροικάται.
Εφανερώσαν το κι οι δυο, πως είν’ εκεί σωσμένοι,
κι απόκεις στέκου σα βουβοί κι η γλώσσα τως σωπαίνει.
Έτρεμ’ εκείνη σ’ μια μερά, κι εκείνος εις την άλλη,
κι ο γεις τον άλλο ανίμενε την εμιλιά να βγάλη.
Μιαν ώρα στέκα αμίλητοι, και τα πολλά που χώνα
εχάσαν τα, σού φαίνεται, την ώρα που σιμώνα.
Δεν είχαν την αποκοτιά τα θέλου να μιλήσου,
δεν ξέρουν από ποια μερά τα πάθη τως ν’ αρχίσου,
και θέλοντας να πουν πολλά, τα λίγα δε μπορούσι,
το στόμα τως εσώπαινε, με την καρδιά μιλούσι.
Ήτονε πρώτη η Αρετή που αρχίνισε να λέγη
και τρόπο πλια ομορφύτερο και τακτικό γυρύγει,
κι αρχίζει να τον ερωτά, κι η εμιλιά τα’ η πρώτη του’ πε…….
 Ήρχισεν κι εφανέρωνε του Ρώκριτου να μάθη
από τα βάθη της καρδιάς παραμικρό απ’ τα πάθη.
Νύκτες πολλές τσι πόνους τως στα παραθύρι λέσι,
κι ώρες γελούν, όντε μιλούν, κι ώρες σωπώντας κλαίσι.
Είχαν την νύκτα λαμπιρή, τη μέρα’ χαν σκοτίδι,
το παραθύρι μοναχάς παρηγοριά τως δίδει.
Οληνυκτίς, όπου μιλούν τσι πόνους έναν ένα,
τως φαίνεται και τσ’ ουρανούς ενοίγασι κι εμπαίνα,
και την ημέρα, που το φως τα θέλου δυσκολεύγει,
τως φαίνεται κι ο θάνατος κι ο χάρος τσι γυρεύγει.
Ο Χωρισμός
Όποιος δουλεύγει τση φιλιάς κι έχει καημό μεγάλο,
ας το λογιάση ίντά’ λεγεν ο ένας με τον άλλο,
ας το λογιάση κι ας το δη κι από δικού του ας κρίνη
ίντα αποχαιρετίσματα ήσαν την ώρα κείνη,
κι ίντα καληνυκτίσματα πικρά, φαρμακωμένα,
λόγια με λουκτουκίσματα και δάκρυα ζυμωμένα,
θωριές με τα’ αναστεναγμούς και τση καρδιάς τρομάρες,
και συχνανεντρανίσματα κι αγάπης λιγωμάρες,
με πόνους τα κανάκια τως, με δάκρυα ό,τι μιλούσι.
Ως την αυγή μιλούσανε, ως την αυγήν εκλαίγα,
κι ως την αυγή τα πάθη τως και πόνους τως ελέγα.
Σαν είδαν κι εξημέρωνε, το φως του ήλιου σιμώνει,
που μαντατεύγει τα κουρφά κι οπού τα φανερώνει,
εμίσεψ’ ο Ρωτόκριτος πάλι την ώρα κείνη
και για την άλλη αργατινή παραγγελιά τσ’ αφήνει
στον ίδιον τόπο να βρεθού, τα πάθη τως να πούσι,
καλά και μιαν αθιβολή πάντα’ ναι, που μιλούσι.
Κείνες τσι τρεις αργατινές στο παραθύρι πηαίνει
κι ο γεις τ’ αλλού παρηγοριά δίδουν οι πονεμένοι.
Ήρθεν η νύκτα η ύστερη, ήρθεν εκείν’ η ώρα
που μέλλεται ο Ρωτόκριτος να βγη όξω από τη χώρα,
να πα να βρη την ξενιτειά, το ρήγα ν’ αναπάψη
και την καρδιά με τη βαφή τσ’ απομονής να βάψη.
Εμίλειε κείνη σ’ μια μερά, εμίλειε αυτός στην άλλη,
μια παίδα τους εμπαίδευγε, ένας καημός, μια ζάλη.
Δεν έχουν πλιο κι οι δυο καιρό τα πάθη να μιλούσι,
ήρθεν η ώρα η σκοτεινή που θε να χωριστούσι.
Ήστραψεν η ανατολή κι εβρόντηξεν η δύση,
όντε τα χείλη του’ νοιξε για ν’αποχαιρετήση,
και το παλάτι σείστηκε σ’ τον πόνο που εγροίκα,
όντε τα χέρια πιάσασι κι αποχαιρετιστήκα.
Και τις μπορεί να δηγηθή ογιά την ώρα κείνη;
Δεν έχου γλώσσα να το που, χείλη να το μιλήσου,
και μηδέ μάτια να το δου κι αυτιά να του γροικήσου.
Πούρι έβιαζέν τους ο καιρός κι εσίμωνεν η μέρα
κι ο γεις τ’ αλλού τως σπλαχνικά εσφίξασι τη χέρα
κι ένα μεγάλο θάμασμα στο παραθύρι’ γίνη,
οι πέτρες και τα σίδερα κλαίσι την ώρα κείνη,
κι επέφταν οι σταλαματιές τση πέτρας, του σιδέρου,
κι η Αρετούσα τα’ ηύρεν κει σαν αίμα, ταχύτερου.
Εμίσεψ’ ο Ρωτόκριτος, και βιάζει τον η ώρα,
μ’ ένα πικρό αναστεναμό που σείστηκεν η χώρα.

Του κύκλου τα γυρίσματα π’ ανεβοκατεβαίνου,
και του τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου