Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2015

Πανελλήνιο Αντάμωμα Σαρακατσαναίων στο Περτούλι

Οι Σαρακατσάνοι είναι ένα πανάρχαιο πρωτοελληνικό φύλο που ζούσε στην κεντρική και νότια οροσειρά της Πίνδου με επίκεντρο τα Άγραφα και τηv Τζουμέρκα. Διασκορπίστηκαν τον 18ο αιώνα σ’ όλη την Ελλάδα. Ήταν κτηνοτρόφοι και μετακινούνταν συνεχώς, το καλοκαίρι στα βουνά και τον χειμώνα στον κάμπο, ζούσαν σε καλύβες φτιαγμένες από σάλωμα το επονομαζόμενο ‘’κονάκι’’. Το όνομά τους δηλώνει τον ανυπότακτο χαρακτήρα τους επί τουρκοκρατίας και βγαίνει από τις τουρκικές λέξεις καρά=μαύρος και κατσάν=φυγάς.
Η βάση της οργάνωσης της κοινωνικής ζωής των Σαρακατσάνων ήταν τα τσελιγκάτα, που ήταν μικρές κοινωνίες αποτελούμενες από 20-50 οικογένειες. Το τσελιγκάτο ήταν στην ουσία μια φατρία, την οποία αποτελούσαν διάφορες σαρακατσάνικες φάρες οι οποίες ενώνονταν με συγγενικούς δεσμούς μεταξύ τους. Η συγγένεια ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της οργάνωσης της φυλής, υπαγορεύοντας την αλληλεγγύη μεταξύ των συγγενών.
Το τσελιγκάτο μπορούσε επίσης να χαρακτηριστεί και σαν ένας οικονομικός συνεταιρισμός ο οποίος εξασφάλιζε και προωθούσε τη συνεργασία των μελών του. Χαρακτηριστικό τού τσελιγκάτου ήταν η οικονομική και κοινωνική του αυτάρκεια, ενώ η τυροκομία και η κτηνοτροφία αποτελούσαν βασική πηγή εσόδων κάθε οικογένειας, αλλά και ολόκληρου του τσελιγκάτου.
Αρχηγός ήταν ο τσέλιγκας, ο οποίος εκλεγόταν από τους αρχηγούς κάθε φάρας του τσελιγκάτου, οι οποίοι μπορούσαν να τον καθαιρέσουν σε περίπτωση που αυτός παρατυπούσε. Ο τσέλιγκας κατείχε τον κυρίαρχο ρόλο και επιτηρούσε την ομαλή κοινωνικό-οικονομική λειτουργία της κοινότητας, αφού ήταν υπεύθυνος για την οικονομική διαχείριση των κοπαδιών των οικογενειών, την κοινωνική κατανομή της εργασίας και την διανομή των κερδών, ενώ εξασφάλιζε σε όλους τις αναγκαίες διοικητικές και οικονομικές επαφές με την περιβάλλουσα κοινωνία. Όλα τα μέλη του τσελιγκάτου όφειλαν να υπακούνε σ’ αυτόν, τον οποίο σέβονταν εξαιτίας της προσωπικότητάς του.
Η εθνογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη η οποία έζησε με τους Σαρακατσάνους, υποστηρίζει πως πρόκειται για νομαδικό φύλο της Αρχαίας Ελλάδας και χαρακτηριστικά αναφέρει:[
«Νομάδες από πανάρχαια μήτρα κτηνοτρόφων, τσελιγκάδες, τσοπάνοι, προβαταραίοι, χωρίς δική τους γη και μόνιμη κατοικία. Περπατάρηδες και κόσμος από λόγγα, αυτοί είναι οι Σαρακατσάνοι. Ζούνε στους κάμπους τον χειμώνα κι ανεβαίνουν στα βουνά το καλοκαίρι. Η ζωή τους είναι ένα ταξίδι, μια αδιάκοπη μετακίνηση».
Σαρακατσάνικοι Ξυλογλυπτική
Αγριελιά, πεύκο, ελιά, φράξο, σκλήθρο, βελανιδιά, ρείκι (χαμόκλαδο σαν πουρνάρι), γκορτσιά(αγριαπιδιά), δέντρο(άγρια δρυ), κρανιά, καστανιά, πλάτανος, κέδρος, κρανοέλατο, καρυά, κυπαρίσσι και άλλα σκαλίζουν με υπομονή και προσοχή οι καλλιτέχνες του ξύλου.
Το πυξάρι θεωρείται από τους Σαρακατσάνους ιερό ξύλο, γι’ αυτό κάθε Σαρακατσάνος που έχει μαζί του κάτι από πυξάρι δεν φοβάται τίποτα κι είναι πάντα γερός. Το πυξάρι ριζώνει πάνω σε ψηλά βουνά, κοντά σε πεύκα. Βγάζουν το καλοκαίρι τη ρίζα την καθαρίζουν και την παίρνουν στη χειμαδιά, έπειτα την βάζουν στο βούτυρο για ένα μήνα για να σχιστεί το ξύλο και για να μαλακώσει.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου